- λαρυγγολογία
- ηο κλάδος της ιατρικής που μελετάει τις παθήσεις του λάρυγγα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαρυγγολογία — η 1. η ανατομία, η φυσιολογία και η παθολογία τού λάρυγγα 2. σύγγραμμα που ασχολείται με τον λάρυγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. laryngologie < γαλλ. laryng (< λάρυγξ) + logie (< λογία < λόγος < λέγω). Η λ. μαρτυρείται από … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
λαρυγγολογικός — ή, ό σχετικός με τη λαρυγγολογία. επίρρ... λαρυγγολογικώς και ά από λαρυγγολογική άποψη … Dictionary of Greek
λαρυγγολόγος — ο 1. αυτός που ασχολείται με τη λαρυγγολογία 2. γιατρός ειδικός για τις παθήσεις τού λάρυγγα … Dictionary of Greek
λαρυγγολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λαρυγγολογία: Υποβλήθηκε σε λαρυγγολογική εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)